παιδαγωγῷ

παιδαγωγῷ
παιδαγωγός
slave who went with a boy from home to school and back again
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παιδαγωγώ — (ΑΜ παιδαγωγῶ, εω) [παιδαγωγός] ασχολούμαι με την αγωγή και την μόρφωση μικρών παιδιών, εκπαιδεύω, διδάσκω, διαπαιδαγωγώ (μσν.;αρχ.) καθοδηγώ («ἂν ὑπὸ τοῡ λόγου παιδαγωγηθῆ τὸ πάθος», Πλούτ.) αρχ. 1. συνοδεύω τα παιδιά από το σπίτι στο σχολείο ως …   Dictionary of Greek

  • παιδαγωγῶ — παιδαγωγέω attend as a pres subj act 1st sg (attic epic doric) παιδαγωγέω attend as a pres ind act 1st sg (attic epic doric) παιδαγωγός slave who went with a boy from home to school and back again masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδεύω — (ΑΜ παιδεύω) 1. αναπτύσσω κάποιον πνευματικά και ηθικά, παιδαγωγώ, εκπαιδεύω 2. διαμορφώνω τον πολιτισμό, την πνευματικότητα ενός έθνους, ενός λαού ή μιας κοινωνικής ομάδας («τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν ὁ ποιητής», Πλάτ.) 3. κολάζω, τιμωρώ (α. περκαλώ …   Dictionary of Greek

  • συμπαιδαγωγώ — έω, Α [παιδαγωγῶ] παιδαγωγώ, ανατρέφω κάποιον από κοινού ή μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

  • κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… …   Dictionary of Greek

  • παιδαγώγημα — παιδαγώγημα, τὸ (Α) [παιδαγωγώ] 1. παιδαγωγίας μέθοδος διαπαιδαγώγησης 2. διδασκαλία, παιδαγωγικό αντικείμενο …   Dictionary of Greek

  • παιδαγώγηση — η (Α παιδαγώγησις) [παιδαγωγώ] η αγωγή τών παιδιών, η διαπαιδαγώγηση («αἱ τῶν ὀλισθηρῶν ὀφθαλμῶν παιδαγωγήσεις», Κλήμ.) …   Dictionary of Greek

  • προπαιδαγωγώ — έω, Μ παιδαγωγώ από πριν, δίνω από πριν συμβουλές …   Dictionary of Greek

  • πωλοδαμνώ — έω, Α [πωλοδάμνης] 1. πωλεύω* 2. μτφ. ανατρέφω, παιδαγωγώ («αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῑ πωλοδαμνεῑν», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • ποδηγετώ — ποδηγέτησα, ποδηγετήθηκα 1. μτβ., δείχνω το δρόμο σε κάποιον, οδηγώ. 2. μτφ., δίνω καλή ανατροφή σε κάποιον, παιδαγωγώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”